- ανεπαφρόδιτος
- ἀνεπαφρόδιτος, -ον (Α) [επαφρόδιτος]ο αναφρόδιτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδῑτος , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδιτοτέρα — ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc/acc comp dual ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτον — ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc sg ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτους — ἀνεπαφροδί̱τους , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτων — ἀνεπαφροδί̱των , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτα — ἀνεπαφρόδῑτα , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτοι — ἀνεπαφρόδῑτοι , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)